- σκιδαρόν
- σκιδαρόν· ἀραιόν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιδαρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη ο τ. συνδέεται με τα αρχ. ινδ. chidra «χωρισμένος, σχισμένος» και την οικογένεια τού σχίζω, ενώ κατ άλλη άποψη με το ρ. σκεδάννυμι] … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
(s)k(h)ed-, (s)k(h)e-n-d- — (s)k(h)ed , (s)k(h)e n d English meaning: to crush, scatter Deutsche Übersetzung: “zerspalten, zerstreuen” Note: (extension from sek “cut, clip”) Material: O.Ind. skhadatē (uncovered) ‘splits” (*skhn̥d ?); Av. sčandayeiti… … Proto-Indo-European etymological dictionary